- μυοκαρδίτιδα
- ηιατρ. φλεγμονή τού μυοκαρδίου, η οποία εκδηλώνεται με βυθιότητα, δηλαδή μείωση τής έντασης τών καρδιακών τόνων και με τυπικές διαταραχές τού ηλεκτροκαρδιογραφήματος, και μπορεί να καταλήξει σε καρδιακή ανεπάρκεια.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. myocardite (< μυοκάρδιο* + επίθημα -ῖτις, -ίτιδος). Η λ., στον λόγιο τ. μυοκαρδῖτις, μαρτυρείται από το 1879 στον Γ. Καραμήτσα].
Dictionary of Greek. 2013.